τελώνιο(ν)

τελώνιο(ν)
τό
1) таможенная пошлина; 2) фольк, нечистый дух

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τελώνιο(ν)" в других словарях:

  • τελώνιο — Κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, τα τ. είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που… …   Dictionary of Greek

  • τελώνιο — το 1. τελωνειακός δασμός. 2. πονηρό πνεύμα, δαιμόνιο, στοιχειό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»